"Ευκλεής μεν ά τύχα, καλός δ' ό πότμος, βωμός δ' ο τάφος."
Σιμωνίδης ο Κείος
-Αϊτέ τι σκούζεις και θρηνείς ψηλά στον Κασσιδιάρη
και χύνεσαι περίλυπος μες στο βαθύ προσήλιο;
-Κλαίω τους δυο λεβεντονιούς, λέγαν τον έναν Άρη
τον άλλο τον φωνάζανε οι σύντροφοι Ανήλιο.
Ήταν πάνω στο άνθος τους, δεν είχαν βγάλει στάχυ
κι έτρεχε η ορμή στο αίμα τους σα φλόγα σε ρουμάνι.
Ήταν εικόνισμα ομορφιάς, μακάρι τέτοιους να 'χει
η Ελλάδα μας, τα οράματα πράξη της να τα κάνει.
Μόλις περνούσαν τα είκοσι κι όπως ο καβαλάρης
ο Αϊ-Γιώργης οπού ξέκανε το φοβερό το δράκο
έτσι βαρούσε ο Ανήλιος μας κι έτσι χτυπούσε ο Άρης
και αντιβούιζε το χωριό βαθιά ως το Μεγαλάκκο.
Τώρα το ωραίο τους κορμί είναι άψυχο κουφάρι
στην άκρη στα παλιόσπιτα και δίπλα κλαίει η βρύση
για κείνον τον αρχάγγελο που τον φωνάζαν Άρη
και τον Ανήλιο που έπεσε όπως το κυπαρίσσι.
Κορίτσια δεν εγνώρισαν της νιότης τους τη φλόγα
για έρωτα και για σπορά και για καταβολάδα
την ώρα που μεστώνανε, σα σταφυλιού τη ρόγα
τους πήρε μες στη μέθη της για λευτεριά η Ελλάδα.
Κι αντί νυμφίοι να βρεθούν μέσα σε χοροστάσι
φυτειά να γίνει το αίμα τους και η ορμή τους σπόρος
τους μέθυσε η λευτεριά σα να 'ταν σε γιορτάσι
κι έγινε ο τάφος τους βωμός εδώ στο Μαυρονόρος.
-Αϊτέ μη σκούζεις και θρηνείς είναι βουλή και τάμα
να 'χει η πατρίδα ανάσταση κι άπαρτα να 'χει κάστρα
το αίμα των παλικαριών και να 'ρχεται το θάμα
της λευτεριάς μετέωρο και ν' ανταμώνει τ' άστρα.
Κι ως άκουσε το σταυραϊτό βόγγηξε ο Κασσιδιάρης
κι έφτασε το αχολόγημα ως το βαρύ Προσήλιο
είναι φωτιά στο αίμα μας κι είναι βροντή ο Άρης
κι ανάβει ως τα μεσούρανα μαζί με τον Ανήλιο.
Θανάσης Τζούλης